- Μαλακός
- Μαλακόςsoftmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακός — soft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακώτερον — μαλακός soft adverbial comp μαλακός soft masc acc comp sg μαλακός soft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτάτων — μαλακός soft fem gen superl pl μαλακός soft masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτέραις — μαλακός soft fem dat comp pl μαλακωτέρᾱͅς , μαλακός soft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακωτέρων — μαλακός soft fem gen comp pl μαλακός soft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακῶν — μαλακός soft fem gen pl μαλακός soft masc/neut gen pl μαλακόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαλακόω pres part act masc nom sg μαλακόω pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόν — μαλακός soft masc acc sg μαλακός soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)